Υποχρεωτικό

Τι υποχρεωτικά μέσα:

Υποχρεωτικό είναι ένα αρρενωπό επίθετο που ταξινομεί κάτι που αναγκάζει ή αναγκάζει κάποιον να κάνει κάτι .

Ορισμένα συνώνυμα υποχρεωτικών είναι: υποχρεωτικά, αναγκαστικά, απαραίτητα. Από την άλλη πλευρά, τα αντωνύμια της είναι: προαιρετικά, προαιρετικά και προαιρετικά.

Αυτή η λέξη προέρχεται από τη λατινική καταναγκασμό και σχετίζεται με τον καταναγκασμό, κάτι που επιβάλλεται ή που πρέπει να εκπληρωθεί με βία ή υποχρεωτική.

Ο όρος υποχρεωτική εργασία αναφέρεται στην περίπτωση όπου ένα άτομο ή μια ομάδα αναγκάζεται να κάνει κάποιο είδος εργασίας μέσω απειλών. Συχνά υποχρεωτική εργασία ορίζεται ως "σύγχρονη δουλεία", διότι αν δεν εκτελούν τα καθήκοντά τους, οι εργαζόμενοι υφίστανται σωματικές ή ψυχολογικές συνέπειες.

Τραπεζική Υποχρεωτική

Επίσης γνωστό ως υποχρεωτική είσπραξη και υποχρεωτική κατάθεση, αυτές οι εκφράσεις ορίζουν ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται από την Κεντρική Τράπεζα για να καθορίσει πόσα χρήματα κυκλοφορούν στην οικονομία.

Οι καταθέσεις αυτές ονομάζονται υποχρεωτικές επειδή οι τράπεζες οφείλουν να καταθέτουν στην Κεντρική Τράπεζα ένα μέρος των καταθέσεων τους σε ζήτηση, εξοικονόμηση ή προθεσμιακές καταθέσεις.

Αυτές οι υποχρεωτικές καταθέσεις συμβάλλουν στη χρηματοοικονομική σταθερότητα και επηρεάζουν τα τρέχοντα επιτόκια και τη διαθέσιμη πίστωση.

Υποχρεωτικό Δάνειο

Το υποχρεωτικό δάνειο είναι ένας φόρος που επιστρέφεται, δηλαδή μετά από κάποιο χρονικό διάστημα πρέπει να επιστραφεί στον φορολογούμενο.

Σύμφωνα με το άρθρο 148 του ομοσπονδιακού Συντάγματος, το υποχρεωτικό δάνειο μπορεί να εφαρμοστεί μόνο από την Ένωση και σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Το Σύνταγμα προβλέπει δύο περιπτώσεις: όταν το κράτος έχει δαπάνες υψηλότερες από τις αναμενόμενες εξαιτίας δημόσιων καταστροφών ή πολέμου ή όταν είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί επείγουσα δημόσια επένδυση υψηλού εθνικού ενδιαφέροντος.